- συννεφίαν
- συννεφίᾱν , συννεφίαclouded skyfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννεφιά — η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ [συννεφής] επικάλυψη τού ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών νεοελλ. μτφ. θλίψη, στενοχώρια («τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.) μσν. μτφ. σκοτεινιά («ἵνα… … Dictionary of Greek